- παράδοξος
- [парадоксос] εκ. странный, необычный, парадоксальный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
παράδοξος — contrary to expectation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… … Dictionary of Greek
παράδοξος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί με την κοινή γνώμη, που δε γίνεται δεχτός από τη κοινή αντίληψη, ο ασυνήθιστος, ο παράξενος, ο απίθανος, ο απίστευτος: Η ζωή έχει πολλά παράδοξα. Ουσ. παραδοξότητα κάθε παράδοξη περίπτωση, το παράδοξο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδοξότερον — παράδοξος contrary to expectation adverbial comp παράδοξος contrary to expectation masc acc comp sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοξοτέρων — παράδοξος contrary to expectation fem gen comp pl παράδοξος contrary to expectation masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοξότατα — παράδοξος contrary to expectation adverbial superl παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοξότατον — παράδοξος contrary to expectation masc acc superl sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδόξως — παράδοξος contrary to expectation adverbial παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδοξον — παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοξοτάτη — παράδοξος contrary to expectation fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοξοτάτην — παράδοξος contrary to expectation fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)